- βοσκήσιμος
- η , ο [ός , ον] пригодный для пастбища
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βοσκήσιμος — η, ο τόπος κατάλληλος για βοσκή: Δεν υπάρχουν πια πολλές βοσκήσιμες εκτάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισγόνομος — μισγόνομος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek