βοσκήσιμος

βοσκήσιμος
η , ο [ός , ον] пригодный для пастбища

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βοσκήσιμος" в других словарях:

  • βοσκήσιμος — η, ο τόπος κατάλληλος για βοσκή: Δεν υπάρχουν πια πολλές βοσκήσιμες εκτάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισγόνομος — μισγόνομος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»